-
1 περι-πίπτω
περι-πίπτω (s. πίπ τω), drum herum, drüber herfallen, ταινία περιέπεσε κεφαλῇ, Plut. Timol. 8; hineinfallen, hineingerathen in Etwas, so daß man rings umgeben und ohne Ausweg ist, bes. in Unglück, αἰσχρᾷ περιπεσεῖν τύχῃ, Eur. Hec. 498; u. so auch λουτροῖσιν ἀλόχου περιπεσὼν πανυστάτοις, Or. 367; κακοῖς, Ar. Ran. 967; περιπεσοῦμαι τῷ ξίφει, ich werde mich ins Schwert stürzen, Vesp. 523; vgl. Plut. Oth. 17; περιπίπτοντες ἀδίκοισι γνώμῃσι, δουλοσύνῃ, in einen ungerechten Richterspruch, in Sklaverei verfallen, gerathen und nicht wieder herauskönnen, Her. 1, 96. 6, 106; τοιαύτῃσι τύχῃσι, 6, 16, u. öfter; ἐπὶ συμφορήν, 7, 88 (v. l. ἐνέπεσε); μὴ σοὶ ἑωυτῷ περιπέσῃς, 1, 108, daß du dich nicht selbst ins Unglück stürzest; vgl. αὐτοὶ ἐν σφίσι περιπεσόντες ἐσφάλησαν, Thuc. 2, 65; τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ, 8, 27; συμφοραῖς, Plat. Legg. IX, 877 e; συμφορᾷ, Isocr. 4, 101; ζημίαις καὶ ὀνείδεσι, Is. 1, 39; τιμήματι, Aesch. 1, 174. 190; ὡς ἐγὼ τοῖς ἐμαυτοῠ λόγοις περιπίπτω, 2, 144; u. so bei Sp. gew. von etwas Bösem, χειμῶνι, Pol. 1, 37, 1, ἀτυχήμασι, 2, 56, 6, u. öfter; auch τραύματι, 2, 69, 2; πληγῇ, Plut. Timol. 4. Auch umgekehrt, ἤν μοί τι περιπίπτῃ κακόν, Ar. Thesm. 523. – Zufällig zusammentreffen, auf Einen stoßen, ihm begegnen, τῇσι νηυσί, Her. 6, 41, vgl. 6, 105. 8, 94 (so entspricht μηδέποτε λευκῷ περιπεπ τωκέναι χρώματι dem πρώ τως ὁρᾶν τὸ λευκόν S. Emp. adv. log. 2, 209); auch von Schiffen, die unter einander gerathen und in der Verwirrung sich selbst beschädigen, τῇσι σφετέρῃσι νηυσὶ φευγούσῃσι περιέπιπτον, Her. 8, 89, wie auch 8, 16 ταρασσομένων τῶν νεῶν καὶ περιπιπτουσέων περὶ ἀλλήλας zu nehmen ist; Xen. An. 7, 3, 38; αὐτομάτως ποτὲ περιπεσόντες αὐτοῖς, Pol. 1, 58, 8; vgl. noch ὅρα μὴ περιπίπτῃς σεαυτῷ, daß du nicht mit dir selbst in Widerspruch geräthst, Luc. Mort. D. 26, 2.
-
2 περιπιπτω
(fut. περιπεσοῦμαι, aor. 2 περιέπεσον)1) падать, бросаться(τινί Xen.)
π. τῷ ξίφει Arph. — броситься на меч;περιπεσὼν εἰς τὸ στῆθος κατέλαβε τὰς χεῖρας ἀμφοτέρας Plut. — бросившись на грудь (лежащего Сертория, Антоний) схватил обе (его) руки2) нападатьτῇσι σφετέρῃσι νηυσὴ π. Her. — столкнуться со своими же кораблями;
ἐν σφίσι περιπεσόντες Thuc. — напав друг на друга, т.е. во взаимных раздорах;μέ σοὴ ἑωυτῷ περιπέσῃς Her. — чтобы тебе самому себе не причинить беды;ὅρα μέ περιπίπτῃς σεαυτῷ Luc. — смотри, не попади в противоречие с самим собой3) попадать, впадать(ἐπὴ συμφορήν Her.; συμφοραῖς Plat.; τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ Thuc.; εἰς τόπον διθάλασσον NT.)
πονηροῖς συκοφάνταις π. Lys. — попасть в руки гнусных сикофантов;π. ἀδίκοισι γνώμῃσι Her. — быть жертвой несправедливых приговоров;πληγῇ περιπεσών Plut. — будучи раненым4) приключаться, случаться(ἤν μοί τι περιπίπτῃ κακόν Arph.)
-
3 περιπίπτω
A , etc.: [dialect] Ep. [tense] pf. part. fem.περιπεπτηυῖαι Eratosth.16.9
:— fall around, i.e. so as to embrace, τινι X. An.1.8.28;ἐπί τινι Plu.Crass.17
;εἰς τὸ στῆθος Id.Sert.26
.3 [ζῶναι] πόλοις περιπεπτηυῖαι encircling the poles, Eratosth.l.c.II c. dat., fall in with, Hdt.6.105;ἀλλήλοις X.An.7.3.38
, etc.; freq. of ships meeting at sea, Hdt.6.41,8.94, Th. 8.33, 103; π. μουσικῇ τε καὶ ταῖς μέθαις having encountered them in our discussion. Pl.Lg. 682e; ἡ ὄψις κάμνουσα ἐν τοῖς μικροῖς τοῖς μεγάλοις ἀσμένως π. Plot.6.9.3: abs., supervene, Petos. ap. Vett. Val.278.8.2 fall foul of other ships,τῇσι σφετέρῃσι νηυσί Hdt.8.89
; περὶ ἀλλήλας of one another, ib.16; also π. περὶ τὴν Σηπιάδα to be wrecked on.., Id.7.188.3 metaph., fall in with, fall into, mostly of evil, c. dat., π. ἀδίκοισι γνώμῃσι fall in with, encounter unjust judgements, Id.1.96; π. τοιαύτῃσι τύχῃσι, δουλοσύνῃ, Id.6.16, 106; νούσοις, νοσήμασι, Hp. VM3, X.Cyr.6.2.27;λουτροῖσιν ἀλόχου E.Or. 367
;αἰσχρᾷ τύχῃ Id.Hec. 498
;ἀκουσίοις κακοῖς Antipho 3.3.7
;τοιούτῳ πάθει Th.2.54
; , cf. And.1.51; (Canopus, iii B. C.);π. συκοφάνταις Lys.7.1
;αἰσχύνῃ X.HG7.3.9
;ταῖς μεγίσταις ζημίαις Isoc.7.27
, cf. 12.146;αἰτίᾳ Plu. Ant.67
; also σοὶ αὐτῷ περιπίπτειν to be caught in your own snare, Hdt.1.108, cf. 8.16, Luc.DMort.26.2;τοῖς ἐμαυτοῦ λόγοις περιπίπτω Aeschin.2.144
: with a Prep., ἐν σφίσι κατὰ τὰς ἰδίας διαφορὰς π. Th.2.65 : abs., come to grief, Plb.8.36.4, Vett.Val.16.2.4 of events, befall one,ἤν μοί τι περιπίπτῃ κακόν Ar.Th. 271
: abs.,δεῖ τι περιπεσεῖν Philostr.VA1.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπίπτω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский